Ἀγραῖος
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- Ἀγραῖος < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα
Ἀγραῖος αρσενικό (θηλυκό Ἀγραία) (κλιτικοί τύποι από την αρχαία κλίση στο Ἀγραῖος)
- (καθαρεύουσα) Αγραίος: ο κάτοικος των Αγράφων (της Ἀγραίας) ή κάποιος αρματολός αυτής της περιοχής
- ※ Ἕτοιμοι δ’ ὅπως ἐπιπέσωσι κατὰ τῶν Τρικάλων τῆς Θεσσαλίας, ἐζήτησαν πρὸς τοῦτο τὴν σύμπραξιν τῶν Ἀγραίων. (Ιωάννης Φιλήμων, Δοκίμιον ιστορικόν περί της Ελληνικής Επαναστάσεως, Τύποις Π. Σούτσα και Α. Κτενά, Αθήνα 1861, τ. 4, σελ. 150.)
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- Ἀγραῖος < ἀγραῖος
Επίθετο
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | Ἀγραῖος | ἡ | Ἀγραίᾱ | τὸ | Ἀγραῖον |
| γενική | τοῦ | Ἀγραίου | τῆς | Ἀγραίᾱς | τοῦ | Ἀγραίου |
| δοτική | τῷ | Ἀγραίῳ | τῇ | Ἀγραίᾳ | τῷ | Ἀγραίῳ |
| αιτιατική | τὸν | Ἀγραῖον | τὴν | Ἀγραίᾱν | τὸ | Ἀγραῖον |
| κλητική ὦ! | Ἀγραῖε | Ἀγραίᾱ | Ἀγραῖον | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ | Ἀγραῖοι | αἱ | Ἀγραῖαι | τὰ | Ἀγραῖᾰ |
| γενική | τῶν | Ἀγραίων | τῶν | Ἀγραίων | τῶν | Ἀγραίων |
| δοτική | τοῖς | Ἀγραίοις | ταῖς | Ἀγραίαις | τοῖς | Ἀγραίοις |
| αιτιατική | τοὺς | Ἀγραίους | τὰς | Ἀγραίᾱς | τὰ | Ἀγραῖᾰ |
| κλητική ὦ! | Ἀγραῖοι | Ἀγραῖαι | Ἀγραῖᾰ | |||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Ἀγραίω | τὼ | Ἀγραίᾱ | τὼ | Ἀγραίω |
| γεν-δοτ | τοῖν | Ἀγραίοιν | τοῖν | Ἀγραίαιν | τοῖν | Ἀγραίοιν |
| 2η&1η κλίση, Κατηγορία 'λόγιος' όπως «ὡραῖος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ἀγραῖος, -α, -ον
Πηγές
- Ἀγραῖος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.