ἄλαστος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ/ἡ | ἄλαστος | τὸ | ἄλαστον | ||
| γενική | τοῦ/τῆς | ἀλάστου | τοῦ | ἀλάστου | ||
| δοτική | τῷ/τῇ | ἀλάστῳ | τῷ | ἀλάστῳ | ||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | ἄλαστον | τὸ | ἄλαστον | ||
| κλητική ὦ! | ἄλαστε | ἄλαστον | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ/αἱ | ἄλαστοι | τὰ | ἄλαστᾰ | ||
| γενική | τῶν | ἀλάστων | τῶν | ἀλάστων | ||
| δοτική | τοῖς/ταῖς | ἀλάστοις | τοῖς | ἀλάστοις | ||
| αιτιατική | τοὺς/τὰς | ἀλάστους | τὰ | ἄλαστᾰ | ||
| κλητική ὦ! | ἄλαστοι | ἄλαστᾰ | ||||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀλάστω | τὼ | ἀλάστω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | ἀλάστοιν | τοῖν | ἀλάστοιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
ἄλαστος, -ος, -ον (ελληνιστικός ιωνικός τύπος : ἄληστος)
- (για πρόσωπα) αλησμόνητος, αξέχαστος
- (για πρόσωπα) καταραμένος, άθλιος
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 22 (Χ. Ἕκτορος ἀναίρεσις.), στίχ. 261 (στίχοι 261-262)
- Ἕκτορ, μή μοι, ἄλαστε, συνημοσύνας ἀγόρευε· | ὡς οὐκ ἔστι λέουσι καὶ ἀνδράσιν ὅρκια πιστά,
- Μη μου προφέρεις σύμβασες, ω Έκτωρ μισητέ μου, | λεοντάρια και άνθρωποι ποτέ δεν όμοσαν ειρήνην,
- Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
- Ἕκτορ, μή μοι, ἄλαστε, συνημοσύνας ἀγόρευε· | ὡς οὐκ ἔστι λέουσι καὶ ἀνδράσιν ὅρκια πιστά,
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 22 (Χ. Ἕκτορος ἀναίρεσις.), στίχ. 261 (στίχοι 261-262)
- (για καταστάσεις) αλησμόνητος, αξέχαστος
- (για καταστάσεις) αφόρητος, αβάσταχτος
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 24 (Ω. Ἕκτορος λύτρα.), στίχ. 105 (στίχοι 104-105)
- ἤλυθες Οὔλυμπόνδε, θεὰ Θέτι, κηδομένη περ, | πένθος ἄλαστον ἔχουσα μετὰ φρεσίν· οἶδα καὶ αὐτός·
- Ανέβηκες στον Όλυμπον, ω Θέτις, αν και λύπην | μεγάλην έχεις στην ψυχήν, καθώς καλά γνωρίζω·
- Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
- ἤλυθες Οὔλυμπόνδε, θεὰ Θέτι, κηδομένη περ, | πένθος ἄλαστον ἔχουσα μετὰ φρεσίν· οἶδα καὶ αὐτός·
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 24 (Ω. Ἕκτορος λύτρα.), στίχ. 105 (στίχοι 104-105)
- (το ουδ. ως επίρρημα) (τὸ ἄλαστον) ακατάπαυστα
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 14 (ξ. Ὀδυσσέως πρὸς Εὔμαιον ὁμιλία.), στίχ. 174 (στίχοι 174-175)
- νῦν αὖ παιδὸς ἄλαστον ὀδύρομαι, ὃν τέκ᾽ Ὀδυσσεύς, | Τηλεμάχου·
- Τώρα οδύρομαι για το βλαστάρι του Οδυσσέα, τον αλησμόνητό του γιο, | για τον Τηλέμαχο,
- Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
- Τώρα οδύρομαι ακατάπαυστα για το παιδί, που γέννησε ο Οδυσσέας, | για τον Τηλέμαχο,
- Μετάφραση λέξεων: Βικιλεξικό.
- νῦν αὖ παιδὸς ἄλαστον ὀδύρομαι, ὃν τέκ᾽ Ὀδυσσεύς, | Τηλεμάχου·
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 14 (ξ. Ὀδυσσέως πρὸς Εὔμαιον ὁμιλία.), στίχ. 174 (στίχοι 174-175)
Αναφορές
- άληστος - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
- ἄλαστος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἄλαστος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.