τρίχαπτος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| Πτώση | Ενικός | Πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| Ονομαστική | ὁ, ἡ τρίχαπτος | τὸ τρίχαπτον | οἱ, αἱ τρίχαπτοι | τὰ τρίχαπτα |
| Γενική | τοῦ, τῆς τριχάπτου | τοῦ τριχάπτου | τῶν τριχάπτων | τῶν τριχάπτων |
| Δοτική | τῷ, τῇ τριχάπτῳ | τῷ τριχάπτῳ | τοῖς, ταῖς τριχάπτοις | τοῖς τριχάπτοις |
| Αιτιατική | τὸν, τὴν τρίχαπτον | τὸ τρίχαπτον | τοὺς, τὰς τριχάπτους | τὰ τρίχαπτα |
| Κλητική | τρίχαπτε | τρίχαπτον | τρίχαπτοι | τρίχαπτα |
| Πτώσεις | Δυικός | |||
| Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική | τριχάπτω | |||
| Γενική-Δοτική | τριχάπτοιν | |||
Πηγές
- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
- τρίχαπτος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.