εξάγνιση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | εξάγνιση | οι | εξαγνίσεις |
| γενική | της | εξάγνισης* | των | εξαγνίσεων |
| αιτιατική | την | εξάγνιση | τις | εξαγνίσεις |
| κλητική | εξάγνιση | εξαγνίσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, εξαγνίσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Μεταφράσεις
εξάγνιση
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.