πέπτω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- πέπτω < αρχαία ελληνική πέπτω < πέσσω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *pekʷ- (μαγειρεύω, ψήνω)
Μεταφράσεις
πέπτω
|
|
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- πέπτω < πέσσω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *pekʷ- (μαγειρεύω, ψήνω)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.