ἀπληστία

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἀπληστί αἱ ἀπληστίαι
      γενική τῆς ἀπληστίᾱς τῶν ἀπληστιῶν
      δοτική τῇ ἀπληστί ταῖς ἀπληστίαις
    αιτιατική τὴν ἀπληστίᾱν τὰς ἀπληστίᾱς
     κλητική ! ἀπληστί ἀπληστίαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἀπληστί
γεν-δοτ τοῖν  ἀπληστίαιν
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ.
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ἀπληστία < ἀ- + πίμπλημι

Ουσιαστικό

ἀπληστία θηλυκό

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.