ἀντιλήπτωρ

Αρχαία ελληνικά (grc)

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ἀντιληπτωρ-, ἀντιληπτορ-
ονομαστική ἀντιλήπτωρ οἱ ἀντιλήπτορες
      γενική τοῦ ἀντιλήπτορος τῶν ἀντιληπτόρων
      δοτική τῷ ἀντιλήπτορ τοῖς ἀντιλήπτορσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν ἀντιλήπτορ τοὺς ἀντιλήπτορᾰς
     κλητική ! ἀντιλῆπτορ ἀντιλήπτορες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἀντιλήπτορε
γεν-δοτ τοῖν  ἀντιληπτόροιν
3η κλίση, Κατηγορία 'κτήτωρ' όπως «κτήτωρ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ἀντιλήπτωρ < ἀντιληπτός < αρχαία ελληνική ἀντιλαμβάνομαι < ἀντι- + θέμα ληβ-, μεταπτωτική βαθμίδα θέματος όπως στο λαμβάνω  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;   + -τωρ

Ουσιαστικό

ἀντιλήπτωρ, -ορος αρσενικό

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.