ἀνομία

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἀνομί αἱ ἀνομίαι
      γενική τῆς ἀνομίᾱς τῶν ἀνομιῶν
      δοτική τῇ ἀνομί ταῖς ἀνομίαις
    αιτιατική τὴν ἀνομίᾱν τὰς ἀνομίᾱς
     κλητική ! ἀνομί ἀνομίαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἀνομί
γεν-δοτ τοῖν  ἀνομίαιν
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ.
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ἀνομία < ἀ- + -νομία  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό

ἀνομία θηλυκό

  • παρανομία
      ἀφέλετε τὰ ἱμάτια τὰ ρυπαρὰ ἀπ᾿ αὐτοῦ. καὶ εἶπε πρὸς αὐτόν· ἰδοὺ ἀφῄρηκα τὰς ἀνομίας σου, καὶ ἐνδύσατε αὐτὸν ποδήρη καὶ ἐπίθετε κίδαριν καθαρὰν ἐπὶ τήν κεφαλὴν αὐτοῦ. καί περιέβαλον αὐτὸν ἱμάτια καὶ ἐπέθηκαν κίδαριν καθαρὰν ἐπὶ τὴν κεφαλὴν αὐτοῦ καὶ ὁ ἄγγελος Κυρίου εἱστήκει (Ζαχαρίας, κεφ. Γ΄, 5, Παλαιά Διαθήκη, κατά την Μετάφραση των Εβδομήκοντα)

  • ἀνομίη ιωνικός τύπος

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.