ἀνδρείκελος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ/ἡ | ἀνδρείκελος | τὸ | ἀνδρείκελον | ||
| γενική | τοῦ/τῆς | ἀνδρεικέλου | τοῦ | ἀνδρεικέλου | ||
| δοτική | τῷ/τῇ | ἀνδρεικέλῳ | τῷ | ἀνδρεικέλῳ | ||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | ἀνδρείκελον | τὸ | ἀνδρείκελον | ||
| κλητική ὦ! | ἀνδρείκελε | ἀνδρείκελον | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ/αἱ | ἀνδρείκελοι | τὰ | ἀνδρείκελᾰ | ||
| γενική | τῶν | ἀνδρεικέλων | τῶν | ἀνδρεικέλων | ||
| δοτική | τοῖς/ταῖς | ἀνδρεικέλοις | τοῖς | ἀνδρεικέλοις | ||
| αιτιατική | τοὺς/τὰς | ἀνδρεικέλους | τὰ | ἀνδρείκελᾰ | ||
| κλητική ὦ! | ἀνδρείκελοι | ἀνδρείκελᾰ | ||||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀνδρεικέλω | τὼ | ἀνδρεικέλω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | ἀνδρεικέλοιν | τοῖν | ἀνδρεικέλοιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
ἀνδρείκελος, -ος, -ον
- όμοιος με άνδρα
- ※ 1ος/2ος κε αιώνας ⌘ Πλούταρχος, Βίοι Παράλληλοι Ἀλέξανδρος, 72.6
- οὗτος γὰρ αὐτῷ πρότερον ἐντυχὼν ἔφη τῶν ὀρῶν μάλιστα τὸν Θρᾴκιον Ἄθων διατύπωσιν ἀνδρείκελον δέχεσθαι καὶ διαμόρφωσιν·
- Αυτός τον είχε συναντήσει νωρίτερα και του είχε πει ότι από όλα τα βουνά ο Άθως στη Θράκη επιδεχόταν περισσότερο πλήρη και τέλειο τύπο και μορφή ανθρώπου.
- Μετάφραση (2012), Α.Ι. Γιαγκόπουλος-Ζ.Ε. Μαλαθούνη, @greek‑language.gr
- οὗτος γὰρ αὐτῷ πρότερον ἐντυχὼν ἔφη τῶν ὀρῶν μάλιστα τὸν Θρᾴκιον Ἄθων διατύπωσιν ἀνδρείκελον δέχεσθαι καὶ διαμόρφωσιν·
- ≈ συνώνυμα: ἀνδρόμορφος
- ※ 1ος/2ος κε αιώνας ⌘ Πλούταρχος, Βίοι Παράλληλοι Ἀλέξανδρος, 72.6
- ανθρωπόμορφος
- (το ουδέτερο ως ουσιαστικό) ομοίωμα ανθρώπου
- βαφή στο χρώμα του ανθρώπινου σώματος
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Πλάτων, Κρατύλοςw, 424e @scaife.perseus.org
- ἔστι δὲ ὅτε πολλὰ συγκεράσαντες, οἷον ὅταν ἀνδρείκελον σκευάζωσιν ἢ ἄλλο τι τῶν τοιούτων—ὡς ἂν οἶμαι δοκῇ ἑκάστη ἡ εἰκὼν δεῖσθαι ἑκάστου φαρμάκου—οὕτω δὴ καὶ ἡμεῖς τὰ στοιχεῖα ἐπὶ τὰ πράγματα ἐποίσομεν,
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ξενοφῶν, Οἰκονομικός, 10.5
- ἢ εἴ σοι μίλτῳ ἀλειφόμενος καὶ τοὺς ὀφθαλμοὺς ὑπαλειφόμενος ἀνδρεικέλῳ ἐπιδεικνύοιμί τε ἐμαυτὸν καὶ συνείην ἐξαπατῶν σε καὶ παρέχων ὁρᾶν καὶ ἅπτεσθαι μίλτου ἀντὶ τοῦ ἐμαυτοῦ χρωτός;
- ή αν αλειφόμουν και παρουσιαζόμουν σε σένα με ρόδινο χρώμα και φκιασίδωνα τα μάτια μου με ψεύτικο χρώμα όμοιο με το δέρμα μου και ζούσα κοντά σου εξαπατώντας σε συνειδητά, προσφέροντας στα μάτια και στα χάδια σου το ψεύτικο κοκκινάδι αντί για το φυσικό χρώμα του δέρματός μου;”
- Μετάφραση (2007): Έφη Δημητριάδου-Τουφεξή. Θεσσαλονίκη:Ζήτρος @greek‑language.gr
- ἢ εἴ σοι μίλτῳ ἀλειφόμενος καὶ τοὺς ὀφθαλμοὺς ὑπαλειφόμενος ἀνδρεικέλῳ ἐπιδεικνύοιμί τε ἐμαυτὸν καὶ συνείην ἐξαπατῶν σε καὶ παρέχων ὁρᾶν καὶ ἅπτεσθαι μίλτου ἀντὶ τοῦ ἐμαυτοῦ χρωτός;
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Πλάτων, Κρατύλοςw, 424e @scaife.perseus.org
- ἀνδροείκελος
Πηγές
- ἀνδρείκελος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἀνδρείκελος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.