εἴκελος

Αρχαία ελληνικά (grc)

γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική εἴκελος εἰκέλη τὸ εἴκελον
      γενική τοῦ εἰκέλου τῆς εἰκέλης τοῦ εἰκέλου
      δοτική τῷ εἰκέλ τῇ εἰκέλ τῷ εἰκέλ
    αιτιατική τὸν εἴκελον τὴν εἰκέλην τὸ εἴκελον
     κλητική ! εἴκελε εἰκέλη εἴκελον
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ εἴκελοι αἱ εἴκελαι τὰ εἴκελ
      γενική τῶν εἰκέλων τῶν εἰκέλων τῶν εἰκέλων
      δοτική τοῖς εἰκέλοις ταῖς εἰκέλαις τοῖς εἰκέλοις
    αιτιατική τοὺς εἰκέλους τὰς εἰκέλᾱς τὰ εἴκελ
     κλητική ! εἴκελοι εἴκελαι εἴκελ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ εἰκέλω τὼ εἰκέλ τὼ εἰκέλω
      γεν-δοτ τοῖν εἰκέλοιν τοῖν εἰκέλαιν τοῖν εἰκέλοιν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'μέγιστος' όπως «μέγιστος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

εἴκελος < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο

εἴκελος, -η, -ον

  • όμοιος, παρόμοιος
      8ος πκε αιώνας   Ὅμηρος, Ἰλιάς, 14 (Ξ. Διὸς ἀπάτη.), στίχ. 386 (384-386)
    ἦρχε δ᾽ ἄρα σφι Ποσειδάων ἐνοσίχθων, | δεινὸν ἄορ τανύηκες ἔχων ἐν χειρὶ παχείῃ, | εἴκελον ἀστεροπῇ·
    εβάδιζ᾽ επικεφαλής ο Ποσειδών με ξίφος | τρομακτικό, μακρύτατο στην δυνατήν παλάμην, | ως αστραπήν,
    Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greeklanguage.gr
      8ος πκε αιώνας   Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 22 (χ. Μνηστήρων φόνος.), στίχ. 240 (239-240)
    αὐτὴ δ᾽ αἰθαλόεντος ἀνὰ μεγάροιο μέλαθρον | ἕζετ᾽ ἀναΐξασα, χελιδόνι εἰκέλη ἄντην.
    Στο μεταξύ πετά ψηλά, στο μαυρισμένο απ᾽ τον καπνό δοκάρι | της στέγης του μεγάρου κάθησε, κι έμεινε εκεί, με χελιδόνι μοιάζοντας, να βλέπει.
    Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greeklanguage.gr
      7ος πκε αιώνας Ἡσίοδος, Ἔργα καὶ Ἡμέραι, 304 (303-306)
    τῷ δὲ θεοὶ νεμεσῶσι καὶ ἀνέρες ὅς κεν ἀεργὸς | ζώῃ, κηφήνεσσι κοθούροις εἴκελος ὀργήν, | οἵ τε μελισσάων κάματον τρύχουσιν ἀεργοὶ | ἔσθοντες·
    Οργίζονται οι θεοί και οι άνθρωποι μ᾽ αυτόν που άεργος ζει, | όμοιος στο ήθος με τους χωρίς κεντρί κηφήνες, | που άεργοι των μελισσών τον κάματο καταναλώνουν τρώγοντας.
    Μετάφραση (2001): Σταύρος Γκιργκένης, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greeklanguage.gr

  • ποιητικός τύπος και ιωνικός τύπος: ἴκελος

Σύνθετα

  • ἀγαθείκελος
  • ἀνδρείκελος
  • ἀνδροείκελος
  • ἀνθρωποείκελος
  • βροτοείκελος
  • ἐπείκελος
  • ἐπιείκελος
  • θείκελος
  • θεοείκελος
  • πανείκελος
  • προσείκελος

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.