ἀμπελουργεῖον

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ ἀμπελουργεῖον τὰ ἀμπελουργεῖ
      γενική τοῦ ἀμπελουργείου τῶν ἀμπελουργείων
      δοτική τῷ ἀμπελουργεί τοῖς ἀμπελουργείοις
    αιτιατική τὸ ἀμπελουργεῖον τὰ ἀμπελουργεῖ
     κλητική ! ἀμπελουργεῖον ἀμπελουργεῖ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἀμπελουργείω
γεν-δοτ τοῖν  ἀμπελουργείοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'τέκνον' όπως «στοιχεῖον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ἀμπελουργεῖον < ἀμπελουργ(ός) + -εῖον

Ουσιαστικό

ἀμπελουργεῖον, -ου ουδέτερο

  • αμπελώνας
      4ος πκε αιώνας Αἰσχίνης, Περὶ τῆς παραπρεσβείας, 156 @scaife.perseus
    ξένους τινὰς ἑαυτοῦ αἰχμαλώτους σκάπτοντας ἐν τῷ Φιλίππου ἀμπελουργείῳ καὶ δεδεμένους παρὰ πότον[*] ἐξῃτήσατο παρὰ Φιλίππου,
     συνώνυμα: ἀμπελών

Συγγενικά

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.