πέλλα
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | πέλλᾰ | αἱ | πέλλαι |
| γενική | τῆς | πέλλης | τῶν | πελλῶν |
| δοτική | τῇ | πέλλῃ | ταῖς | πέλλαις |
| αιτιατική | τὴν | πέλλᾰν | τὰς | πέλλᾱς |
| κλητική ὦ! | πέλλᾰ | πέλλαι | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πέλλᾱ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | πέλλαιν | ||
| δωρικός τύπος : πελλᾶν (γενική πληθυντικού) | ||||
| 1η κλίση, ομάδα 'γλῶσσα', Κατηγορία 'δόξα' όπως «δόξα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία 1
- πέλλα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
πέλλα, -ης θηλυκό
- κάδος για γάλα, καρδάρα
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 16 (Π. Πατρόκλεια.), στίχ. 642 (641-643)
- οἱ δ᾽ αἰεὶ περὶ νεκρὸν ὁμίλεον, ὡς ὅτε μυῖαι | σταθμῷ ἔνι βρομέωσι περιγλαγέας κατὰ πέλλας | ὥρῃ ἐν εἰαρινῇ, ὅτε τε γλάγος ἄγγεα δεύει·
- και στον νεκρόν εκείνοι ολόγυρ᾽ αναδεύονταν, σαν μύγες | εις την μάνδραν βουίζαν ολοτρόγυρα σ᾽ ολόγεμες καρδάρες | το καλοκαίρι οπού στ᾽ αγγειά το γάλα ξεχειλίζει.
- Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
- οἱ δ᾽ αἰεὶ περὶ νεκρὸν ὁμίλεον, ὡς ὅτε μυῖαι | σταθμῷ ἔνι βρομέωσι περιγλαγέας κατὰ πέλλας | ὥρῃ ἐν εἰαρινῇ, ὅτε τε γλάγος ἄγγεα δεύει·
- ※ 3ος πκε αιώνας ⌘ Θεόκριτος, Εἰδύλλια, Θύρσις, στιχ. 26 (25-26)
- αἶγά τέ τοι δωσῶ διδυματόκον ἐς τρὶς ἀμέλξαι, | ἃ δύ᾽ ἔχοισ᾽ ἐρίφως ποταμέλγεται ἐς δύο πέλλας,
- μια γίδα διπλομάνα εγώ σου τάζω να σου δώσω να την αρμέξεις τρεις φορές, | που ᾽χει τα δυο κατσίκια και πάντα την αρμέγουνε μέσα σε δυο καρδάρες.
- Μετάφραση (1911), Ιωάννης Πολέμης @greek‑language.gr
- αἶγά τέ τοι δωσῶ διδυματόκον ἐς τρὶς ἀμέλξαι, | ἃ δύ᾽ ἔχοισ᾽ ἐρίφως ποταμέλγεται ἐς δύο πέλλας,
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 16 (Π. Πατρόκλεια.), στίχ. 642 (641-643)
- κύπελλο
- ιωνικός τύπος : πέλλη
Συγγενικά
- πελίκη
- πέλιξ
- πελλάς
- πελλαντήρ
- πελλητήρ
- πελλίς
Ετυμολογία 2
- πέλλα < → λείπει η ετυμολογία
Πηγές
- πέλλα - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πέλλα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.