ἀμνήμων
Αρχαία ελληνικά (grc)
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ἀμνημον- | ||||||
| ονομαστική | ὁ/ἡ | ἀμνήμων | τὸ | ἀμνῆμον | ||
| γενική | τοῦ/τῆς | ἀμνήμονος | τοῦ | ἀμνήμονος | ||
| δοτική | τῷ/τῇ | ἀμνήμονῐ | τῷ | ἀμνήμονῐ | ||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | ἀμνήμονᾰ | τὸ | ἀμνῆμον | ||
| κλητική ὦ! | ἀμνῆμον | ἀμνῆμον | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ/αἱ | ἀμνήμονες | τὰ | ἀμνήμονᾰ | ||
| γενική | τῶν | ἀμνημόνων | τῶν | ἀμνημόνων | ||
| δοτική | τοῖς/ταῖς | ἀμνήμοσῐ(ν) | τοῖς | ἀμνήμοσῐ(ν) | ||
| αιτιατική | τοὺς/τὰς | ἀμνήμονᾰς | τὰ | ἀμνήμονᾰ | ||
| κλητική ὦ! | ἀμνήμονες | ἀμνήμονᾰ | ||||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀμνήμονε | τὼ | ἀμνήμονε | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | ἀμνημόνοιν | τοῖν | ἀμνημόνοιν | ||
| 3η κλίση, ομάδα 'σώφρων', Κατηγορία 'σώφρων' όπως «σώφρων» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
- δωρικός τύπος : ἀμνάμων
Πηγές
- ἀμνήμων - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἀμνήμων - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.