ἀκρόβολος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ/ἡ | ἀκρόβολος | τὸ | ἀκρόβολον | ||
| γενική | τοῦ/τῆς | ἀκροβόλου | τοῦ | ἀκροβόλου | ||
| δοτική | τῷ/τῇ | ἀκροβόλῳ | τῷ | ἀκροβόλῳ | ||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | ἀκρόβολον | τὸ | ἀκρόβολον | ||
| κλητική ὦ! | ἀκρόβολε | ἀκρόβολον | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ/αἱ | ἀκρόβολοι | τὰ | ἀκρόβολᾰ | ||
| γενική | τῶν | ἀκροβόλων | τῶν | ἀκροβόλων | ||
| δοτική | τοῖς/ταῖς | ἀκροβόλοις | τοῖς | ἀκροβόλοις | ||
| αιτιατική | τοὺς/τὰς | ἀκροβόλους | τὰ | ἀκρόβολᾰ | ||
| κλητική ὦ! | ἀκρόβολοι | ἀκρόβολᾰ | ||||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀκροβόλω | τὼ | ἀκροβόλω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | ἀκροβόλοιν | τοῖν | ἀκροβόλοιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ἀκρόβολος < ἀκρό- + -βολος < → δείτε ἄκρος + βολ- στο βάλλω. Συγκρίνετε με το ἀκροβόλος
- Και ουσιαστικοποιημένο αρσενικό
Πηγές
- ἀκρόβολος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἀκρόβολος, ἀκροβόλος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- ΣτΕ: Οι ενδείξεις του Middle Liddell (& Λίντελ) σημαίνουν: (Χρειάζεται επεξεργασία) -βόλος -βολος?
- act.
- pass.
- ΣτΕ: Οι ενδείξεις του Middle Liddell (& Λίντελ) σημαίνουν: (Χρειάζεται επεξεργασία) -βόλος -βολος?
- ἀκρόβολος - Diccionario Griego-Español (DGE en línea) [Λεξικό ελληνικών (αρχαίων) - ισπανικών online] (στα ισπανικά) του Francisco R. Adrados (Φρανθίσκο Αδράδος) & Juan Rodríguez Somolinos, έως στο λήμμα «ἔξαυος» (συντομογραφίες).
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.