ἀκκισμός
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | ἀκκισμός | οἱ | ἀκκισμοί | ||||
| γενική | τοῦ | ἀκκισμοῦ | τῶν | ἀκκισμῶν | ||||
| δοτική | τῷ | ἀκκισμῷ | τοῖς | ἀκκισμοῖς | ||||
| αιτιατική | τὸν | ἀκκισμόν | τοὺς | ἀκκισμούς | ||||
| κλητική ὦ! | ἀκκισμέ | ἀκκισμοί | ||||||
| δυϊκός | ||||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀκκισμώ | ||||||
| γεν-δοτ | τοῖν | ἀκκισμοῖν | ||||||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
Ετυμολογία
- ἀκκισμός (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική ἀκκίζομαι < Ἀκκώ (θηλυκό)
Πηγές
- ἀκκισμός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.