ἀκκίζομαι
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- ἀκκίζομαι < Ἀκκώ
Ρήμα
ἀκκίζομαι → δείτε τη λέξη ἀκκίζω
- (ελληνιστική κοινή): ἀκκιοῦμαι
Κλίση
- δόκιμο στον ενεστώτα και στον παρατατικό ἠκκιζόμην (σπάνια ἀκκίζω)
Συγγενικά
- ἀκκισμός
- ἀκκιστικός
Πηγές
- ἀκκίζομαι - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἀκκίζω, ἀκκίζομαι - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.