ἀδέσποτος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ/ἡ | ἀδέσποτος | τὸ | ἀδέσποτον | ||
| γενική | τοῦ/τῆς | ἀδεσπότου | τοῦ | ἀδεσπότου | ||
| δοτική | τῷ/τῇ | ἀδεσπότῳ | τῷ | ἀδεσπότῳ | ||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | ἀδέσποτον | τὸ | ἀδέσποτον | ||
| κλητική ὦ! | ἀδέσποτε | ἀδέσποτον | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ/αἱ | ἀδέσποτοι | τὰ | ἀδέσποτᾰ | ||
| γενική | τῶν | ἀδεσπότων | τῶν | ἀδεσπότων | ||
| δοτική | τοῖς/ταῖς | ἀδεσπότοις | τοῖς | ἀδεσπότοις | ||
| αιτιατική | τοὺς/τὰς | ἀδεσπότους | τὰ | ἀδέσποτᾰ | ||
| κλητική ὦ! | ἀδέσποτοι | ἀδέσποτᾰ | ||||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀδεσπότω | τὼ | ἀδεσπότω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | ἀδεσπότοιν | τοῖν | ἀδεσπότοιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ἀδέσποτος < ἀ- στερητικό + δεσπότης
Επίθετο
ἀδέσποτος, -ος, -ον
- (για περιουσία, θεούς, ελεύθερους πολίτες) που δεν έχει κύριο, ιδιοκτήτη
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Πλάτων, Πολιτεία, 10, 617e
- ἀρετὴ δὲ ἀδέσποτον, ἣν τιμῶν καὶ ἀτιμάζων πλέον καὶ ἔλαττον αὐτῆς ἕκαστος ἕξει. αἰτία ἑλομένου· θεὸς ἀναίτιος.»
- Η αρετή είναι κτήμα αδέσποτο, και καθένας θα πάρει απ᾽ αυτή το μερδικό του ανάλογα με την τιμή ή την περιφρόνηση που θα της έχει. Ο καθένας είναι υπεύθυνος για την εκλογή του· ο θεός ανεύθυνος».
- Μετάφραση (στη δημοτική, χ.χ.): Ιωάννης Γρυπάρης. Θεσσαλονίκη: ΚΕΓ, 2015 (στην καθαρεύουσα, 1911, Εκδ.Φέξη) @greek‑language.gr
- ἀρετὴ δὲ ἀδέσποτον, ἣν τιμῶν καὶ ἀτιμάζων πλέον καὶ ἔλαττον αὐτῆς ἕκαστος ἕξει. αἰτία ἑλομένου· θεὸς ἀναίτιος.»
- ※ 4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοτέλης, Ἠθικὰ Νικομάχεια, 8, 1161a
- δημοκρατία δὲ μάλιστα μὲν ἐν ταῖς ἀδεσπότοις τῶν οἰκήσεων (ἐνταῦθα γὰρ πάντες ἐξ ἴσου), καὶ ἐν αἷς ἀσθενὴς ὁ ἄρχων καὶ ἑκάστῳ ἐξουσία.
- Δημοκρατικού τύπου συνύπαρξη και συνάφεια υπάρχει κατά κύριο λόγο στα σπιτικά που δεν έχουν αφεντικό (γιατί εδώ όλοι βρίσκονται σε κατάσταση ισότητας)· το ίδιο και στα σπιτικά στα οποία ο άρχοντας είναι αδύναμος και, έτσι, ο καθένας κάνει ό,τι του αρέσει.
- Μετάφραση (2006): Δημήτριος Λυπουρλής, Θεσσαλονίκη:Ζήτρος @greek‑language.gr
- δημοκρατία δὲ μάλιστα μὲν ἐν ταῖς ἀδεσπότοις τῶν οἰκήσεων (ἐνταῦθα γὰρ πάντες ἐξ ἴσου), καὶ ἐν αἷς ἀσθενὴς ὁ ἄρχων καὶ ἑκάστῳ ἐξουσία.
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Πλάτων, Πολιτεία, 10, 617e
- (για φήμες, σύγγραμμα, επιστολή) ανώνυμος
- ※ 1ος κε αιώνας ⌘ Διονύσιος Ἁλικαρνασσεύς, Ῥωμαϊκὴ Ἀρχαιολογία, 11.50.2 @scaife.perseus
- ἦν δʼ ἡ μάλιστα ἐρεθίζουσα τοὺς πολλοὺς ὑπόληψις, ἣν ἐκεῖνοι παρεσκεύασαν ἰσχυρὰν γενέσθαι, φήμαις τʼ ἀδεσπότοις καὶ εἰκασμοῖς αὐξηθεῖσα οὐκ ὀλίγοις, ὡς καταλυσόντων τῶν πατρικίων τοὺς νόμους, οὓς ἐκύρωσαν οἱ περὶ Οὐαλέριον ὕπατοι· δόξα τʼ ἰσχυρὰ καὶ οὐ πολὺ ἀπέχουσα τοῦ πίστις εἶναι τοὺς πολλοὺς κατεῖχε.
- ※ 1ος/2ος κε αιώνας ⌘ Πλούταρχος, Βίοι Παράλληλοι, Όθων, 4.4 @scaife.perseus
- σημείων δὲ καὶ φαντασμάτων πολλῶν λεγομένων, τὰ μὲν ἄλλα φήμας ἀδεσπότους καὶ ἀμφιβόλους εἶχεν,
- ※ 1ος/2ος κε αιώνας ⌘ Πλούταρχος, Βίοι Παράλληλοι, Κικέρων, 15.2 @scaife.perseus
- τῷ Κράσσῳ μετὰ δεῖπνον ἐπιστολὰς ἀποδίδωσιν ὁ θυρωρός, ὑπὸ δή τινος ἀνθρώπου κομισθείσας ἀγνώστου, ἄλλας ἄλλοις ἐπιγεγραμμένας, αὐτῷ δὲ Κράσσῳ μίαν ἀδέσποτον.
- ※ 1ος κε αιώνας ⌘ Διονύσιος Ἁλικαρνασσεύς, Ῥωμαϊκὴ Ἀρχαιολογία, 11.50.2 @scaife.perseus
Παράγωγα
- ἀδεσπότως
Πηγές
- ἀδέσποτος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἀδέσποτος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.