ἀγρεσίη
Αρχαία ελληνικά
(grc)
Ουσιαστικό
ἀγρεσίη
θηλυκό
( &
ἀγρεσία
)
ιωνικός τύπος
της λέξης
ἀγρεσία
και
ἄγρα
, το κυνήγι αλλά και το θήραμα
→
δείτε
τη
λέξη
ἀγρεσία
Συγγενικά
ἄγρευσις
ἄγρευμα
ἀγρευτικός
ἀγραῖος
,α και
Ἀγραίος
,α επίθετα Απόλλωνα και Αρτέμιδας
Ἀγροτέρα
, επίθετο Αρτέμιδας
ἀγρέμιος
,α,ον και
ἀγρευτός
, ή, όν ο συλληφθείς στο κυνήγι
ἀγρεμών
-όνος ο θηρευτής
ἀγρεύς
,
ἀγρευτήρ
,
ἀγρευτής
ο
κυνηγός
ἀγρηνόν
ἀγρώσσω
ἀγρός
ἄγριος
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.