ἀγρεσίη

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ουσιαστικό

ἀγρεσίη θηλυκό ( & ἀγρεσία )

  • ιωνικός τύπος της λέξης ἀγρεσία και ἄγρα, το κυνήγι αλλά και το θήραμα

 δείτε τη λέξη ἀγρεσία

Συγγενικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.