ἀβέβαιος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ/ἡ | ἀβέβαιος | τὸ | ἀβέβαιον | ||
| γενική | τοῦ/τῆς | ἀβεβαίου | τοῦ | ἀβεβαίου | ||
| δοτική | τῷ/τῇ | ἀβεβαίῳ | τῷ | ἀβεβαίῳ | ||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | ἀβέβαιον | τὸ | ἀβέβαιον | ||
| κλητική ὦ! | ἀβέβαιε | ἀβέβαιον | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ/αἱ | ἀβέβαιοι | τὰ | ἀβέβαιᾰ | ||
| γενική | τῶν | ἀβεβαίων | τῶν | ἀβεβαίων | ||
| δοτική | τοῖς/ταῖς | ἀβεβαίοις | τοῖς | ἀβεβαίοις | ||
| αιτιατική | τοὺς/τὰς | ἀβεβαίους | τὰ | ἀβέβαιᾰ | ||
| κλητική ὦ! | ἀβέβαιοι | ἀβέβαιᾰ | ||||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀβεβαίω | τὼ | ἀβεβαίω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | ἀβεβαίοιν | τοῖν | ἀβεβαίοιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
ἀβέβαιος, -ος, -ον
- άστατος, κυμαινόμενος,
- αναξιόπιστος
- (ιατρική) φάρμακα χωρίς αποτελεσματικότητα
Πηγές
- ἀβέβαιος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἀβέβαιος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.