Տեր-Պետրոսյան

Αρμενικά (hy)

Ετυμολογία

Տեր-Պետրոսյան < Տեր- (Ter-)[1] + επώνυμο Պետրոսյան (Petrosyan)

Προφορά

ΔΦΑ : /tɛɾpɛtɾɔsˈjɑn/
ΔΦΑ : /dɛɾbɛdɾɔsˈjɑn/ (δυτική αρμενική)
τυπογραφικός συλλαβισμός: ՏերՊետրոսյան

Κύριο όνομα

Տեր-Պետրոսյան (hy) (Ter-Petrosyan) αρσενικό ή θηλυκό

Απόγονοι

Տեր-Պետրոսյան (αρμενικά)

αγγλικά: Ter-Petrosyan, Ter-Petrossian, Der-Bedrossian, Der Bedrosian
γεωργιανά: ტერ-პეტროსიანი (ṭer-ṗeṭrosiani)
ισπανικά: Der Bedrosian
ολλανδικά: Der Bedrosian
ρωσικά: Тер-Петросян (Ter-Petrosján)

Αναφορές

  1. տեր (ter), κύριος, αφέντης και, ως προσφώνηση για ιερέα, πατήρ, πατέρας. Η παρουσία του προθήματος σε επώνυμο δηλώνει πως κάποιος πρόγονος ήταν έγγαμος ιερέας (βλ. Οχανές-Σαρκίς Αγαμπατιάν (2016), Τα αρμένικα επώνυμα έχουν τη δική τους ιστορία, πρόλογος: Ιωάννης Κ. Χασιώτης. Αθήνα: Εκδόσεις Στοχαστής. ISBN 978-960-303-237-3, σελ. 27.πρβ. το ελληνικό πρόθημα Παπα-.

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.