υπνώσεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

υπνώσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος υπνώνω
  2. θα υπνώσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος υπνώνω

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

υπνώσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ύπνωση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.