όργητα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η όργητα οι όργητες
      γενική της όργητας
    αιτιατική την όργητα τις όργητες
     κλητική όργητα όργητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

όργητα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ὄργητα. Αναλύεται σε οργ(ή) + -ητα

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈoɾ.ʝi.ta/
τυπογραφικός συλλαβισμός: όργητα

Ουσιαστικό

όργητα θηλυκό

  • (λαϊκότροπο, λογοτεχνικό) η οργή

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.