όξυνση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | όξυνση | οι | οξύνσεις |
| γενική | της | όξυνσης* | των | οξύνσεων |
| αιτιατική | την | όξυνση | τις | οξύνσεις |
| κλητική | όξυνση | οξύνσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, οξύνσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈo.ksin.si/
Ουσιαστικό
όξυνση θηλυκό
- το να γίνεται κάτι αιχμηρό
- βελτίωση της αντιληπτικής ικανότητας κάποιου
- αύξηση της έντασης σε βαθμό ανεπιθύμητο ή δυσάρεστο
Αντώνυμα
Μεταφράσεις
όξυνση
Αναφορές
- όξυνση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.