όξυνση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η όξυνση οι οξύνσεις
      γενική της όξυνσης* των οξύνσεων
    αιτιατική την όξυνση τις οξύνσεις
     κλητική όξυνση οξύνσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, οξύνσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

όξυνση < οξύνω + -ση ( < -σις)[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈo.ksin.si/

Ουσιαστικό

όξυνση θηλυκό

  1. το να γίνεται κάτι αιχμηρό
  2. βελτίωση της αντιληπτικής ικανότητας κάποιου
  3. αύξηση της έντασης σε βαθμό ανεπιθύμητο ή δυσάρεστο

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.