ωσμομετρικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ωσμομετρικός η ωσμομετρική το ωσμομετρικό
      γενική του ωσμομετρικού της ωσμομετρικής του ωσμομετρικού
    αιτιατική τον ωσμομετρικό την ωσμομετρική το ωσμομετρικό
     κλητική ωσμομετρικέ ωσμομετρική ωσμομετρικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ωσμομετρικοί οι ωσμομετρικές τα ωσμομετρικά
      γενική των ωσμομετρικών των ωσμομετρικών των ωσμομετρικών
    αιτιατική τους ωσμομετρικούς τις ωσμομετρικές τα ωσμομετρικά
     κλητική ωσμομετρικοί ωσμομετρικές ωσμομετρικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ωσμομετρικός < ωσμόμετρο / ωσμομετρία + -ικός

Επίθετο

ωσμομετρικός

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.