ωσμόμετρο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ωσμόμετρο | τα | ωσμόμετρα |
| γενική | του | ωσμόμετρου & ωσμομέτρου |
των | ωσμόμετρων & ωσμομέτρων |
| αιτιατική | το | ωσμόμετρο | τα | ωσμόμετρα |
| κλητική | ωσμόμετρο | ωσμόμετρα | ||
| Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
| Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ωσμόμετρο < ώσμωση + -ο- + -μετρο ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική osmometer)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.