ωροδείκτης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ωροδείκτης οι ωροδείκτες
      γενική του ωροδείκτη των ωροδεικτών
    αιτιατική τον ωροδείκτη τους ωροδείκτες
     κλητική ωροδείκτη ωροδείκτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ωροδείκτης < ὡροδείκτης στην καθαρεύουσα < ὥρα + -δείκτης

Ουσιαστικό

ωροδείκτης αρσενικό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.