ωολεύκωμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ωολεύκωμα τα ωολευκώματα
      γενική του ωολευκώματος των ωολευκωμάτων
    αιτιατική το ωολεύκωμα τα ωολευκώματα
     κλητική ωολεύκωμα ωολευκώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ωολεύκωμα < ωόν + λεύκωμα

Ουσιαστικό

ωολεύκωμα ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.