ψωριασικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ψωριασικός η ψωριασική το ψωριασικό
      γενική του ψωριασικού της ψωριασικής του ψωριασικού
    αιτιατική τον ψωριασικό την ψωριασική το ψωριασικό
     κλητική ψωριασικέ ψωριασική ψωριασικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ψωριασικοί οι ψωριασικές τα ψωριασικά
      γενική των ψωριασικών των ψωριασικών των ψωριασικών
    αιτιατική τους ψωριασικούς τις ψωριασικές τα ψωριασικά
     κλητική ψωριασικοί ψωριασικές ψωριασικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ψωριασικός < ψωρίαση

Επίθετο

ψωριασικός, ψωριασική, ψωριασικό



Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.