ψωριασικών
Νέα ελληνικά (el)
Κλιτικός τύπος επιθέτου
ψωριασικών
- γενική πληθυντικού του ψωριασικός
- γενική πληθυντικού του ψωριασική
- γενική πληθυντικού του ψωριασικό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.