ψωμάκια

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα ψωμάκια
      γενική
    αιτιατική τα ψωμάκια
     κλητική ψωμάκια
Η κατάληξη -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ψωμάκια < πληθυντικός αριθμός του ψωμάκι

Προφορά

ΔΦΑ : /psoˈma.ca/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ψωμάκια
συσκευασμένα ψωμάκια
ψωμάκια των γλουτών

Ουσιαστικό

ψωμάκια ουδέτερο στον πληθυντικό

  1. πληθυντικός αριθμός του ψωμάκι, όπως τα μικρά ψωμιά, κυρίως για σάντουιτς
  2. (ανθρώπινο σώμα) μέρος του σώματος όπου υπάρχει πολύ λίπος -αναφέρεται συνήθως στους γυναικείους γλουτούς, στην εξωτερική πλευρά, όπου σχηματίζεται και ένα χαρακτηριστικό εξόγκωμα λίπους
  3. (παιχνίδι) παλιότερη ονομασία του παιχνιδιού πεταλίδες ή κουταλήθρες ή αναπεταρούδια ή παξιμαδάκια ή πίτες το οποίο στην αρχαία Ελλάδα ονομαζόταν εποστρακισμός -πετάμε κομμάτι κεραμιδιού ή λεπτό και επίπεδο βότσαλο στην ήρεμη θάλασσα και αυτό αναπηδά στην επιφάνεια πολλές φορές.

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

ψωμάκια ουδέτερο

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.