παξιμαδάκια

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

παξιμαδάκια < παξιμαδάκι < υποκοριστικό του παξιμάδι

Ουσιαστικό

παξιμαδάκια ουδέτερο

  1. μικρά παξιμάδια
  2. (παιχνίδι) ονομασία του παιχνιδιού ψωμάκια ή πεταλίδες ή κουταλήθρες ή αναπεταρούδια ή πίτες το οποίο στην αρχαία Ελλάδα ονομαζόταν εποστρακισμός -πετάμε κομμάτι κεραμιδιού ή λεπτό και επίπεδο βότσαλο στην ήρεμη θάλασσα και αυτό αναπηδά στην επιφάνεια πολλές φορές. Νικά εκείνος που το βότσαλό του αναπηδά περισσότερες φορές.

Μεταφράσεις


Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

παξιμαδάκια ουδέτερο

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.