παξιμαδάκια
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- παξιμαδάκια < παξιμαδάκι < υποκοριστικό του παξιμάδι
Ουσιαστικό
παξιμαδάκια ουδέτερο
- μικρά παξιμάδια
- (παιχνίδι) ονομασία του παιχνιδιού ψωμάκια ή πεταλίδες ή κουταλήθρες ή αναπεταρούδια ή πίτες το οποίο στην αρχαία Ελλάδα ονομαζόταν εποστρακισμός -πετάμε κομμάτι κεραμιδιού ή λεπτό και επίπεδο βότσαλο στην ήρεμη θάλασσα και αυτό αναπηδά στην επιφάνεια πολλές φορές. Νικά εκείνος που το βότσαλό του αναπηδά περισσότερες φορές.
Μεταφράσεις
παξιμαδάκια
|
|
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
παξιμαδάκια ουδέτερο
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του παξιμαδάκια
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.