ψυχοσάββατο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ψυχοσάββατο | τα | ψυχοσάββατα |
| γενική | του | ψυχοσάββατου | των | ψυχοσάββατων |
| αιτιατική | το | ψυχοσάββατο | τα | ψυχοσάββατα |
| κλητική | ψυχοσάββατο | ψυχοσάββατα | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ψυχοσάββατο < ψυχο- + Σάββατο. Συγκρίνετε με έκφραση στη μεσαιωνική ελληνική Σάββατον ψυχῶν[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /psi.xoˈsa.va.to/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ψυ‐χο‐σάβ‐βα‐το
Ουσιαστικό
ψυχοσάββατο / Ψυχοσάββατο ουδέτερο
- (λαογραφία, χριστιανισμός) το Σάββατο της πρώτης εβδομάδας της Μεγάλης Τεσσαρακοστής και το Σάββατο πριν από την Κυριακή της Πεντηκοστής, που είναι αφιερωμένα στη μνήμη των ψυχών των τεθνεώτων και κατά τα οποία τελούνται μνημόσυνα και άλλες τελετές
- ※ Καὶ πάλι ψυχοσάββατον!... τὰ πάντα ματαιότης! / (...) καὶ κάθε Ψυχοσάββατο ἢ δυὸ φορὲς τὸ χρόνο / ἱεροκῆρυξ ἄγριος στ' ἀφτιά σας τσαμπουνίζει.
- Γεώργιος Σουρής, Ψυχοσάββατον, 1886
- ※ Το ψυχοσάββατο της Πεντηκοστής χρησιμοποιούσαν καρυδόφυλλα για να κλείνουν τα μάτια τους, να μην τα δουν οι ψυχές των νεκρών, αναγνωρίσουν τους δικούς τους και δεν μπορούν μετά να τους αποχωριστούν.
- Δημήτριος Λουκάτος, ※ Συμπληρωματικά του χειμώνα και της άνοιξης, εκδ. Φιλιππότη, Αθήνα 1985
- ※ Καὶ πάλι ψυχοσάββατον!... τὰ πάντα ματαιότης! / (...) καὶ κάθε Ψυχοσάββατο ἢ δυὸ φορὲς τὸ χρόνο / ἱεροκῆρυξ ἄγριος στ' ἀφτιά σας τσαμπουνίζει.
Αναφορές
- ψυχοσάββατο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.