ψυχορράγημα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ψυχορράγημα τα ψυχορραγήματα
      γενική του ψυχορραγήματος των ψυχορραγημάτων
    αιτιατική το ψυχορράγημα τα ψυχορραγήματα
     κλητική ψυχορράγημα ψυχορραγήματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ψυχορράγημα < μεσαιωνική ελληνική ψυχορράγημα < αρχαία ελληνική ψυχορραγέω / ψυχορραγῶ < ψυχή + ῥήγνυμι

Ουσιαστικό

ψυχορράγημα ουδέτερο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.