ψυχοπατέρας
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | ψυχοπατέρας | οι | ψυχοπατέρες & ψυχοπατεράδες |
| γενική | του | ψυχοπατέρα | των | ψυχοπατέρων & ψυχοπατεράδων |
| αιτιατική | τον | ψυχοπατέρα | τους | ψυχοπατέρες & ψυχοπατεράδες |
| κλητική | ψυχοπατέρα | ψυχοπατέρες & ψυχοπατεράδες | ||
| Κατηγορία όπως «πατέρας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Συνώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.