ψυχοβόρος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ψυχοβόρος η ψυχοβόρα το ψυχοβόρο
      γενική του ψυχοβόρου της ψυχοβόρας του ψυχοβόρου
    αιτιατική τον ψυχοβόρο την ψυχοβόρα το ψυχοβόρο
     κλητική ψυχοβόρε ψυχοβόρα ψυχοβόρο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ψυχοβόροι οι ψυχοβόρες τα ψυχοβόρα
      γενική των ψυχοβόρων των ψυχοβόρων των ψυχοβόρων
    αιτιατική τους ψυχοβόρους τις ψυχοβόρες τα ψυχοβόρα
     κλητική ψυχοβόροι ψυχοβόρες ψυχοβόρα
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ψυχοβόρος < ψυχή + βορά + -ος

Επίθετο

ψυχοβόρος, -α, -ο

  • που σου «τρώει» την ψυχή, τη φθείρει
    Η Κλερ αποτελεί την πιο σύνθετη μορφή του μυθιστορήματος, έτσι όπως μετεωρίζεται ανάμεσα στο ψυχοβόρο πένθος και την οργή που είναι έτοιμη να αδικήσει. (*)

Συγγενικά

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.