ψυχοβόρος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ψυχοβόρος | η | ψυχοβόρα | το | ψυχοβόρο |
| γενική | του | ψυχοβόρου | της | ψυχοβόρας | του | ψυχοβόρου |
| αιτιατική | τον | ψυχοβόρο | την | ψυχοβόρα | το | ψυχοβόρο |
| κλητική | ψυχοβόρε | ψυχοβόρα | ψυχοβόρο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ψυχοβόροι | οι | ψυχοβόρες | τα | ψυχοβόρα |
| γενική | των | ψυχοβόρων | των | ψυχοβόρων | των | ψυχοβόρων |
| αιτιατική | τους | ψυχοβόρους | τις | ψυχοβόρες | τα | ψυχοβόρα |
| κλητική | ψυχοβόροι | ψυχοβόρες | ψυχοβόρα | |||
| ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
ψυχοβόρος, -α, -ο
Συνώνυμα
- → δείτε τη λέξη ψυχοφθόρος
Μεταφράσεις
ψυχοβόρος
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.