ψυχανώμαλος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ψυχανώμαλος | η | ψυχανώμαλη | το | ψυχανώμαλο |
| γενική | του | ψυχανώμαλου | της | ψυχανώμαλης | του | ψυχανώμαλου |
| αιτιατική | τον | ψυχανώμαλο | την | ψυχανώμαλη | το | ψυχανώμαλο |
| κλητική | ψυχανώμαλε | ψυχανώμαλη | ψυχανώμαλο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ψυχανώμαλοι | οι | ψυχανώμαλες | τα | ψυχανώμαλα |
| γενική | των | ψυχανώμαλων | των | ψυχανώμαλων | των | ψυχανώμαλων |
| αιτιατική | τους | ψυχανώμαλους | τις | ψυχανώμαλες | τα | ψυχανώμαλα |
| κλητική | ψυχανώμαλοι | ψυχανώμαλες | ψυχανώμαλα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Συνώνυμα
Σημειώσεις
- η λέξη δεν συνιστά όρο της ψυχιατρικής ή της ψυχολογίας
Μεταφράσεις
ψυχανώμαλος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.