ψυχάκιας

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ψυχάκιας οι ψυχάκηδες
& ψυχάκες
      γενική του ψυχάκια των ψυχάκηδων
    αιτιατική τον ψυχάκια τους ψυχάκηδες
& ψυχάκες
     κλητική ψυχάκια ψυχάκηδες
& ψυχάκες
Οι καταλήξεις -ιας, -ια προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «γυαλάκιας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ψυχάκιας < ψυχή + -άκιας

Προφορά

ΔΦΑ : /psiˈxa.cias/

Ουσιαστικό

ψυχάκιας αρσενικό, μόνο στον ενικό

  1. (αργκό) αυτός που έχει ανώμαλη ψυχική κατάσταση
  2. (αργκό) (κατ’ επέκταση) αυτός που κάνει ανοησίες, χαζομάρες

Συγγενικά

  •  δείτε τη λέξη ψυχή

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.