ψυχάκιας
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | ψυχάκιας | οι | ψυχάκηδες & ψυχάκες |
| γενική | του | ψυχάκια | των | ψυχάκηδων |
| αιτιατική | τον | ψυχάκια | τους | ψυχάκηδες & ψυχάκες |
| κλητική | ψυχάκια | ψυχάκηδες & ψυχάκες | ||
| Οι καταλήξεις -ιας, -ια προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «γυαλάκιας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /psiˈxa.cias/
Ουσιαστικό
ψυχάκιας αρσενικό, μόνο στον ενικό
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη ψυχή
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.