ψιλωτικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ψιλωτικός η ψιλωτική το ψιλωτικό
      γενική του ψιλωτικού της ψιλωτικής του ψιλωτικού
    αιτιατική τον ψιλωτικό την ψιλωτική το ψιλωτικό
     κλητική ψιλωτικέ ψιλωτική ψιλωτικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ψιλωτικοί οι ψιλωτικές τα ψιλωτικά
      γενική των ψιλωτικών των ψιλωτικών των ψιλωτικών
    αιτιατική τους ψιλωτικούς τις ψιλωτικές τα ψιλωτικά
     κλητική ψιλωτικοί ψιλωτικές ψιλωτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ψιλωτικός < (ελληνιστική κοινή) ψιλωτικός < ψιλόω < ψιλός

Επίθετο

ψιλωτικός, -ή, -ό

  1. (γλωσσολογία) ο σχετικός με το γλωσσολογικό φαινόμενο της ψίλωσης
    οι ψιλωτικές διάλεκτοι της ελληνικής ήταν η Λεσβιακή και η Ιωνική, όπου σχεδόν εξαρχής απωλέσθηκε το αρχικό χι στην προφορά των λέξεων
  2. που μπορεί να επιφέρει αποψίλωση σε δάση ή αλλού

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.