ψιλοπράγματα
Νέα ελληνικά (el)
Ουσιαστικό
ψιλοπράγματα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- πράγματα χωρίς μεγάλη αξία
- (κατ’ επέκταση) γεγονότα που θεωρούνται δευτερεύοντα, λεπτομέρειες
Ταυτόσημο
Μεταφράσεις
ψιλοπράγματα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.