ψηφοθέτηση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ψηφοθέτηση οι ψηφοθετήσεις
      γενική της ψηφοθέτησης* των ψηφοθετήσεων
    αιτιατική την ψηφοθέτηση τις ψηφοθετήσεις
     κλητική ψηφοθέτηση ψηφοθετήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, ψηφοθετήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ψηφοθέτηση < ψηφοθετώ + -ση

Ουσιαστικό

ψηφοθέτηση θηλυκό

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.