ψηφιδοφόρος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ψηφιδοφόρος | η | ψηφιδοφόρα | το | ψηφιδοφόρο |
| γενική | του | ψηφιδοφόρου | της | ψηφιδοφόρας | του | ψηφιδοφόρου |
| αιτιατική | τον | ψηφιδοφόρο | την | ψηφιδοφόρα | το | ψηφιδοφόρο |
| κλητική | ψηφιδοφόρε | ψηφιδοφόρα | ψηφιδοφόρο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ψηφιδοφόροι | οι | ψηφιδοφόρες | τα | ψηφιδοφόρα |
| γενική | των | ψηφιδοφόρων | των | ψηφιδοφόρων | των | ψηφιδοφόρων |
| αιτιατική | τους | ψηφιδοφόρους | τις | ψηφιδοφόρες | τα | ψηφιδοφόρα |
| κλητική | ψηφιδοφόροι | ψηφιδοφόρες | ψηφιδοφόρα | |||
| ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ψηφιδοφόρος < αρχαία ελληνική ψηφιδοφόρος. Μορφολογικά, ψηφίδ(α) + -ο- + -φόρος (< φέρω)
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη ψηφίδα
Μεταφράσεις
ψηφιδοφόρος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.