ψευδεπίγραφος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ψευδεπίγραφος | η | ψευδεπίγραφη | το | ψευδεπίγραφο |
| γενική | του | ψευδεπίγραφου | της | ψευδεπίγραφης | του | ψευδεπίγραφου |
| αιτιατική | τον | ψευδεπίγραφο | την | ψευδεπίγραφη | το | ψευδεπίγραφο |
| κλητική | ψευδεπίγραφε | ψευδεπίγραφη | ψευδεπίγραφο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ψευδεπίγραφοι | οι | ψευδεπίγραφες | τα | ψευδεπίγραφα |
| γενική | των | ψευδεπίγραφων | των | ψευδεπίγραφων | των | ψευδεπίγραφων |
| αιτιατική | τους | ψευδεπίγραφους | τις | ψευδεπίγραφες | τα | ψευδεπίγραφα |
| κλητική | ψευδεπίγραφοι | ψευδεπίγραφες | ψευδεπίγραφα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ψευδεπίγραφος < ψεύδος + γράφω
Επίθετο
ψευδεπίγραφος, -η, -ο
- αυτός που φέρει ψευδώς το όνομα κάποιου άλλου
- το ψευδεπίγραφο όνομα του χωριού
- αυτός που στην πραγματικότητα δεν αντιστοιχεί σε αυτό που ισχυρίζεται (βάσει του ονόματός του) ότι είναι
- τελικά αποδείχτηκε ότι ήταν μια ψευδεπίγραφη οικολογική κίνηση
- (για πνευματικό έργο) αυτό που αποδίδεται ψευδώς σε ένα συγγραφέα, χωρίς όμως να του ανήκει
- τα ψευδεπίγραφα κείμενα του Αριστοτέλη
Μεταφράσεις
ψευδεπίγραφος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.