ψευδεπίγραφα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τα | ψευδεπίγραφά | ||
| γενική | των | ψευδεπίγραφών | ||
| αιτιατική | τα | ψευδεπίγραφά | ||
| κλητική | ψευδεπίγραφά | |||
| Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ψευδεπίγραφα < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου ψευδεπίγραφος
Ουσιαστικό
ψευδεπίγραφα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
-
Pseudepigrapha στην αγγλική Βικιπαίδεια

-
Βιβλικός κανόνας στη Βικιπαίδεια

- πρωτοκανονικά
- δευτεροκανονικά
- απόκρυφα
Μεταφράσεις
ψευδεπίγραφα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.