νεφρολιθίαση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | νεφρολιθίαση | οι | νεφρολιθιάσεις |
| γενική | της | νεφρολιθίασης* | των | νεφρολιθιάσεων |
| αιτιατική | τη | νεφρολιθίαση | τις | νεφρολιθιάσεις |
| κλητική | νεφρολιθίαση | νεφρολιθιάσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, νεφρολιθιάσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
νεφρολιθίαση θηλυκό
Μεταφράσεις
νεφρολιθίαση
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.