ψαλτός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ψαλτός η ψαλτή το ψαλτό
      γενική του ψαλτού της ψαλτής του ψαλτού
    αιτιατική τον ψαλτό την ψαλτή το ψαλτό
     κλητική ψαλτέ ψαλτή ψαλτό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ψαλτοί οι ψαλτές τα ψαλτά
      γενική των ψαλτών των ψαλτών των ψαλτών
    αιτιατική τους ψαλτούς τις ψαλτές τα ψαλτά
     κλητική ψαλτοί ψαλτές ψαλτά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ψαλτός < αρχαία ελληνική ψαλτός < ψάλλω

Επίθετο

ψαλτός

  1. που ψάλλεται ή μπορεί να ψαλλεί
  2. τραγουδιστός

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.