ψαλτός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ψαλτός | η | ψαλτή | το | ψαλτό |
| γενική | του | ψαλτού | της | ψαλτής | του | ψαλτού |
| αιτιατική | τον | ψαλτό | την | ψαλτή | το | ψαλτό |
| κλητική | ψαλτέ | ψαλτή | ψαλτό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ψαλτοί | οι | ψαλτές | τα | ψαλτά |
| γενική | των | ψαλτών | των | ψαλτών | των | ψαλτών |
| αιτιατική | τους | ψαλτούς | τις | ψαλτές | τα | ψαλτά |
| κλητική | ψαλτοί | ψαλτές | ψαλτά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ψαλτός < αρχαία ελληνική ψαλτός < ψάλλω
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη ψάλλω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.