ψαλιδωτός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ψαλιδωτός | η | ψαλιδωτή | το | ψαλιδωτό |
| γενική | του | ψαλιδωτού | της | ψαλιδωτής | του | ψαλιδωτού |
| αιτιατική | τον | ψαλιδωτό | την | ψαλιδωτή | το | ψαλιδωτό |
| κλητική | ψαλιδωτέ | ψαλιδωτή | ψαλιδωτό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ψαλιδωτοί | οι | ψαλιδωτές | τα | ψαλιδωτά |
| γενική | των | ψαλιδωτών | των | ψαλιδωτών | των | ψαλιδωτών |
| αιτιατική | τους | ψαλιδωτούς | τις | ψαλιδωτές | τα | ψαλιδωτά |
| κλητική | ψαλιδωτοί | ψαλιδωτές | ψαλιδωτά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
.
Ετυμολογία
- ψαλιδωτός < (ελληνιστική κοινή) ψαλιδωτός (τότε σήμαινε εκείνον που είχε σχήμα καμάρας)
.jpg.webp)
Ψάρι με ψαλιδωτή ουρά.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.