ψαθάκι
Νέα ελληνικά (el)
.jpg.webp)
παιδί με ψαθάκι
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ψαθάκι | τα | ψαθάκια |
| γενική | — | — | ||
| αιτιατική | το | ψαθάκι | τα | ψαθάκια |
| κλητική | ψαθάκι | ψαθάκια | ||
| Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ψαθάκι < υποκοριστικό της λέξης ψάθα
Ουσιαστικό
ψαθάκι ουδέτερο (πληθ. τα ψαθάκια, η γενική αδόκιμη)
Μεταφράσεις
ψαθάκι
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.