ψεγάδιασμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ψεγάδιασμα τα ψεγαδιάσματα
      γενική του ψεγαδιάσματος των ψεγαδιασμάτων
    αιτιατική το ψεγάδιασμα τα ψεγαδιάσματα
     κλητική ψεγάδιασμα ψεγαδιάσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ψεγάδιασμα < ψεγαδιάζω ψεγαδιασ- + -μα

Ουσιαστικό

ψεγάδιασμα ουδέτερο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.