χόρια

Νέα ελληνικά (el)

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

χόρια ουδέτερο



Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τὰ χόρι
      γενική τῶν χορίων
      δοτική τοῖς χορίοις
    αιτιατική τὰ χόρι
     κλητική ! χόρι
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ουσιαστικό

χόρια ουδέτερο στον πληθυντικό

  • (γαστρονομία) είδος πατσά, από πλακούντα (χόριον) ζώου γεμιστός με μέλι, γάλα (στον Αριστοφάνη Ar. Fr. 569.4) (Χρειάζεται επεξεργασία)

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

χόρια ουδέτερο

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.