χόρια
Νέα ελληνικά (el)
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |
|---|---|---|
| ονομαστική | τὰ | χόριᾰ |
| γενική | τῶν | χορίων |
| δοτική | τοῖς | χορίοις |
| αιτιατική | τὰ | χόριᾰ |
| κλητική ὦ! | χόριᾰ | |
| 2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||
Ουσιαστικό
χόρια ουδέτερο στον πληθυντικό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.