χωρύγι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική το χωρύγι
      γενική του χωρυγιού
    αιτιατική το χωρύγι
     κλητική χωρύγι
Η κατάληξη -ιού προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

χωρύγι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική χορῆγι (γραφή με γιώτα από παρετυμολογία προς το χορηγώ) < *ἐγχωρύγιον < (ἔγχωρος) χωρ- + (ὀρύσσω) (ο)ρυγ- + (-ιον) .[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /xoˈɾi.ʝi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χωρύγι

Ουσιαστικό

χωρύγι ουδέτερο

  • (ιδιωματικό, οικοδομική) ο σβησμένος ασβέστης
      Χωρύγι είναι ο ασβέστης. Η λέξη ακούγεται κυρίως στην Πελοπόννησο, αλλά όχι μόνο. Θα τη βρείτε γραμμένη και «χορήγι», όπως γραφόταν παλιότερα.[…] [Ό]ταν στις αρχές του 20ού αιώνα ήρθε η οικογένεια του παππού μου από τη Μάνη στον Πειραιά, ρώτησε η δασκάλα στην τάξη τι σημαίνει η λέξη χωρικοί. Στο χωριό, δεν ήξεραν τη λ. χωρικός, ήξεραν όμως το χωρύκι, όπως λέγεται σε μερικά μέρη της Μάνης το χωρύγι. Οπότε, ο θείος μου ο Μιχάλης, αδελφός του παππού μου, σήκωσε το χέρι και απάντησε ευθαρσώς: «Χωρικοί είναι αυτοί που φτιάχνουν το χωρύκι»!
    Νίκος Σαραντάκος, Λέξεις που χάνονται (Αθήνα: έκδ. του "Βήματος", 2013), σελ. 265 (α΄ έκδοση: Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, 2011)

  • χωρύκι

Συγγενικά

  • Χωρύγι (τοπωνύμιο)

  • σβησμένος ασβέστης

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 19811994, έκδοση: 2013.

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.